- κιμάς
- ο1. κρέας αλεσμένο με ειδική μηχανή ή ψιλοκομμένο με ειδικό μαχαίρι2. φρ. «θα τόν κάνω κιμά όταν τόν δω» — θα τόν χτυπήσω πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kiyma].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιμάς — ο (λ. τουρκ.), ψιλοκομμένο κρέας ώστε ν αποτελεί πολτώδη μάζα: Αγόρασα κιμά για να φτιάξουμε μπιφτέκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιμαδιάζω — [κιμάς] 1. κόβω σε ειδική μηχανή ή με ειδικό μαχαίρι το κρέας ώστε να γίνει κιμάς 2. μτφ. κατακρεουργώ («θά σέ κιμαδιάσει όταν σέ δει, είναι εξαγριωμένος μαζί σου») … Dictionary of Greek
κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] … Dictionary of Greek
μοσχαρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που προέρχεται από μοσχάρι, μόσχο: Μοσχαρίσιος κιμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)